καθό

καθό
επίρρ. (употр, с сущ.) потому что, так как, в силу, того что;

τον υπεστήριξε καθό συγγενής του — он поддержал его, так как он его родственник


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καθό" в других словарях:

  • καθό — in so far as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθό — (Α καθό) (αντί τού καθ ὅ, όπως πρέπει ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι είναι, δεδομένου ότι είναι, διότι είναι («τούς προτιμούν καθό σοφότεροι») αρχ. 1. καθόσον, όπως, σύμφωνα με το οποίο 2. ως προς, σε αναφορά με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ… …   Dictionary of Greek

  • καθόπερ — καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Серапион Синдонит — Σεραπίων ο Σινδωνίτης Рождение: IV век Египет Смерть: 356 год(0356) …   Википедия

  • AGATHUS-DAEMON — I. AGATHUS DAEMON Alexandrinus, scripsit de mundosecundum sententiam Ptol. Vosl. de Hist. Graec. l. 4. p. 501. et de Scient. Mathem. c. 42. II. AGATHUS DAEMON apud Ptolemaeum, ubi de Nilo, Μέγα Δέλτα καλεῖται, καθὸ εντρέπεται ὁ μέγας ποταμὸς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DEVOTA — apud medii aevi Scriptores, femina seu virgo, quae eastitatem Deo vovit. Hodie Monialis, apud Macr. Hierolexico. Vocis origo ex veteri aevo, quo devoti dicebantur, qui debitam devotionem Maiestati Imperatorum praestarent: unde in vett. Saxis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεθό — (Μ) επίρρ. έπειτα, μετά, αφού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. μετά + αναφ. αντων. ὅ (πρβλ. καθό)] …   Dictionary of Greek

  • ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …   Dictionary of Greek

  • παρό — Α 1. (αντί παρ ὅ, δι ὅ) ένεκα τούτου, όθεν 2. (με συγκριτική σημ.) παρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. παρ ὅ < παρ(α) * + ουδ. τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (πρβλ. καθό)] …   Dictionary of Greek

  • ВСЕЛЕНСКИЙ VI СОБОР — [III Константинопольский]. Источники, публикации Почти все экземпляры греч. текста Деяний Собора были уничтожены в правление имп. Филиппика (711 713), согласно его указу, вышедшему в 711 г. (RegImp, N 271). Единственный экземпляр был сохранен… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»